χιλιοστόλιτρο

χιλιοστόλιτρο
το, Ν
μετρολ. μονάδα όγκου, με σύμβολο ml, ίση προς το ένα χιλιοστό τού λίτρου, κν. μιλιλίτρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milliliter < milli- (βλ. μιλι-), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το χιλιοστο-, + liter (βλ. λίτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • πολυερυθραιμία — η, Ν ιατρ. νοσηρή κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική αύξηση τού αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων κατά χιλιοστόλιτρο αίματος, τού αιματοκρίτη και τής αιμοσφαιρίνης, ενώ ο όγκος τού πλάσματος είναι φυσιολογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • σπερμόγραμμα — το, Ν ιατρ. εργαστηριακή εξέταση η οποία συνίσταται στην καταμέτρηση τών ζωντανών και τών νεκρών σπερματοζωαρίων κατά χιλιοστόλιτρο εκσπερματίσματος και στον προσδιορισμό τών εκατοστιαίων αναλογιών τών διαφόρων ανωμαλιών και τής κινητικότητάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”